- σύμπηξη
- [-ις (-εως)] η1) создание, образование, организация; сколачивание (разг ); 2) сгущение; свёртывание; 3) конденсирование; 4) компактность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύμπηξη — η / σύμπηξις, ήξεως, ΝΑ [συμπήγνυμι] σύνθεση, συναρμογή νεοελλ. ίδρυση, συγκρότηση, διοργάνωση («σύμπηξη εταιρείας») αρχ. 1. προσαρμογή, συμφωνία («τοιαύτην πρὸς τὸ μαντικὸν πνεῡμα λαμβάνειν σύγκρασιν τὴν ψυχὴν καὶ σύμπηξιν», Πλούτ.) 2. (σχετικά… … Dictionary of Greek
σύμπηξη — η συγκρότηση, σύσταση: Προχώρησαν στη σύμπηξη εταιρείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπήξηι — σύμπηξις putting together fem dat sg (epic) συμπήξῃ , συμπήγνυμι put together aor subj mid 2nd sg συμπήξῃ , συμπήγνυμι put together aor subj act 3rd sg συμπήξῃ , συμπήγνυμι put together fut ind mid 2nd sg συμπήξῃ , συμπήσσω aor subj mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωμορφογένεια — η κλάδος τής γεωλογίας ο οποίος ασχολείται με την αρχική σύμπηξη και τη διαδοχική διαμόρφωση τής γης με βάση τα σημερινά δεδομένα … Dictionary of Greek
διάπηξη — η (Α διάπηξις, εως) 1. σύμπηξη, συναρμολόγηση, συνένωση 2. συναρμολόγηση δοκών για τον σχηματισμό σκελετού στην οικοδομή 3. ο ίδιος ο σκελετός (η ξυλοδεσιά) … Dictionary of Greek
μολυβδαίνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Μο· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 42, ατομικό βάρος 95,95, επτά σταθερά ισότοπα και έξι ραδιενεργά ισότοπα. Είναι ευρύτατα διαδεδομένο στη… … Dictionary of Greek
πάκτωση — (I) η (Α πάκτωσις) [πακτώ] σύμπηξη, στερέωση νεοελλ. τεχνολ. τρόπος σύνδεσης μηχανικών εξαρτημάτων ή δομικών στοιχείων που δεν επιτρέπει τη μετακίνηση ή την περιστροφή τους. (II) η [πακτώνω (II)] μίσθωση αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου… … Dictionary of Greek
πήξη — η / πήξις, εως,και ιων. ιος, ΝΜΑ [πήγνυμι] 1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών 2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη 3. η μεταβολή τής υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας… … Dictionary of Greek
συγκρίνω — ΝΜΑ [κρίνω] 1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω 2. μέσ. συγκρίνομαι παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» δεν επιδέχεται σύγκριση … Dictionary of Greek
συνωμοσία — η, ΝΜΑ [συνωμότης] μυστική και ένορκη συμφωνία πολλών ατόμων για την τέλεση αξιόποινης πράξης, ιδίως για ανατροπή καθεστώτος νεοελλ. 1. (νομ.) συναπόφαση δύο ή περισσότερων προσώπων να τελέσουν έσχατη προδοσία 2. (κατ επέκτ.) κάθε εχθρική… … Dictionary of Greek
σύμπηγμα — το, ΝΑ [συμπήγνυμι] νεοελλ. καθετί που προκύπτει από σύμπηξη, κατασκευή, κατασκεύασμα αρχ. στερεό οικοδόμημα … Dictionary of Greek